νόβιαλ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- νόβιαλ < NOV International Auxiliari Lingue (νέα διεθνής βοηθητική γλώσσα)
Ουσιαστικό
νόβιαλ θηλυκό ή ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) τεχνητή γλώσσα που εφευρέθηκε από τον Δανό γλωσσολόγο Otto Jespersen το 1928. Θεωρείται ως ενδιάμεσος όρος ανάμεσα στην απόλυτη ομοιομορφία των κλιτών μορφών που παρουσιάζουν γλώσσες όπως η εσπεράντο και τον απρόσμενο χαρακτήρα των φυσικών γλωσσών.
Επίθετο
νόβιαλ άκλιτο
- σχετικός με τη γλώσσα νόβιαλ
Σημειώσεις
- κωδικός γλώσσας: nov
Μεταφράσεις
νόβιαλ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.