μητρωνυμικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μητρωνυμικός | η | μητρωνυμική | το | μητρωνυμικό |
| γενική | του | μητρωνυμικού | της | μητρωνυμικής | του | μητρωνυμικού |
| αιτιατική | τον | μητρωνυμικό | τη | μητρωνυμική | το | μητρωνυμικό |
| κλητική | μητρωνυμικέ | μητρωνυμική | μητρωνυμικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μητρωνυμικοί | οι | μητρωνυμικές | τα | μητρωνυμικά |
| γενική | των | μητρωνυμικών | των | μητρωνυμικών | των | μητρωνυμικών |
| αιτιατική | τους | μητρωνυμικούς | τις | μητρωνυμικές | τα | μητρωνυμικά |
| κλητική | μητρωνυμικοί | μητρωνυμικές | μητρωνυμικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μητρωνυμικός < (ελληνιστική κοινή) μητρωνυμικός
Επίθετο
μητρωνυμικός
- που έχει σχέση με το μητρώνυμο ή σχηματίστηκε απ’ αυτό
- (ουσιαστικοποιημένο) μητρωνυμικό: επώνυμο που σχηματίστηκε από το όνομα της μητέρας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.