-ώνυμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το -ώνυμο τα -ώνυμα
      γενική του -ώνυμου
& -ωνύμου
των -ώνυμων
& -ωνύμων
    αιτιατική το -ώνυμο τα -ώνυμα
     κλητική -ώνυμο -ώνυμα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-ώνυμο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -ώνυμον, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου -ώνυμος (ὄνυμα). Το ωμέγα, λόγω της συνθετικής έκτασης.

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈo.ni.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νυμο

Επίθημα

-ώνυμο

  1. δεύτερο συνθετικό ουδετέρων ουσιαστικών που σχετίζονται κατά κάποιο τρόπο με όνομα
    επώνυμο
  2. (μαθηματικά) βσυνθετικό ουδετέρων ουσιαστικών που χαρακτηρίζουν κάποια αλγεβρική παράσταση
    διώνυμο

Συνώνυμα

Παράγωγα

Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ώνυμο στο Βικιλεξικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.