-ωνύμιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το -ωνύμιο τα -ωνύμια
      γενική του -ωνυμίου
& -ωνύμιου
των -ωνυμίων
    αιτιατική το -ωνύμιο τα -ωνύμια
     κλητική -ωνύμιο -ωνύμια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

-ωνύμιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -ωνύμιον < αρχαία ελληνική -ώνυμος <  δείτε τη λέξη ὄνυμα. Το ωμέγα, λόγω της συνθετικής έκτασης.[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /oˈni.mi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νύμιο

Επίθημα

-ωνύμιο

Παράγωγα

Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ωνύμιο στο Βικιλεξικό όπως ενδεικτικά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

Πηγές

  • -ωνύμιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.