-ωνύμιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | -ωνύμιο | τα | -ωνύμια |
| γενική | του | -ωνυμίου & -ωνύμιου |
των | -ωνυμίων |
| αιτιατική | το | -ωνύμιο | τα | -ωνύμια |
| κλητική | -ωνύμιο | -ωνύμια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -ωνύμιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή -ωνύμιον < αρχαία ελληνική -ώνυμος < → δείτε τη λέξη ὄνυμα. Το ωμέγα, λόγω της συνθετικής έκτασης.[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /oˈni.mi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ω‐νύ‐μι‐ο
Επίθημα
-ωνύμιο
Παράγωγα
Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ωνύμιο στο Βικιλεξικό όπως ενδεικτικά
Συγγενικά
- -ωνυμία
- -ωνυμικός
- -ώνυμο
- → και δείτε τους όρους -ώνυμος και ονοματολογία
Μεταφράσεις
-ωνύμιο
|
|
Αναφορές
- "-ωνύμιο" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- -ωνύμιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.