ομώνυμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ομώνυμος | η | ομώνυμη | το | ομώνυμο |
| γενική | του | ομώνυμου | της | ομώνυμης | του | ομώνυμου |
| αιτιατική | τον | ομώνυμο | την | ομώνυμη | το | ομώνυμο |
| κλητική | ομώνυμε | ομώνυμη | ομώνυμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ομώνυμοι | οι | ομώνυμες | τα | ομώνυμα |
| γενική | των | ομώνυμων | των | ομώνυμων | των | ομώνυμων |
| αιτιατική | τους | ομώνυμους | τις | ομώνυμες | τα | ομώνυμα |
| κλητική | ομώνυμοι | ομώνυμες | ομώνυμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ομώνυμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁμώνυμος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ομ- + -ώνυμος
- για τη γραμματική < (αντιδάνειο), (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική homonyme (στον πληθυντικό homonymes < λατινικό homonymus < αρχαία ελληνική ὁμώνυμος
- για τα μαθηματικά < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική dénominateur commun
- για τη φυσική < (σημασιολογικό δάνειο) γερμανική gleichmaniger Ρol
Προφορά
- ΔΦΑ : /oˈmo.ni.mos/
Επίθετο
ομώνυμος
- που έχει το ίδιο όνομα, τον ίδιο τίτλο
- Η ταινία είναι βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Τάδε.
- (γραμματική) ομώνυμες λέξεις: οι ομόηχες λέξεις, λέξεις με όμοια προφορά αλλά διαφορετική σημασία
- (μαθηματικά) ομώνυμα κλάσματα: κλάσματα με τον ίδιο παρονομαστή
- (φυσική) που έχει το ίδιο ηλεκτρικό φορτίο (θετικό ή αρνητικό)
- (κατ' επέκταση) για μαγνητικούς πόλους που έχουν την ίδια ελκτική ικανότητα
- Oι ομώνυμοι μαγνητικοί πόλοι απωθούνται.
- (κατ' επέκταση) για μαγνητικούς πόλους που έχουν την ίδια ελκτική ικανότητα
Εκφράσεις
- τα ομώνυμα απωθούνται: για άτομα που δεν μπορούν να συνυπάρξουν λόγω ομοιοτήτων στον χαρακτήρα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ομώνυμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.