-ωνύμιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | -ωνύμιον | τὰ | -ωνύμιᾰ |
| γενική | τοῦ | -ωνυμίου | τῶν | -ωνυμίων |
| δοτική | τῷ | -ωνυμίῳ | τοῖς | -ωνυμίοις |
| αιτιατική | τὸ | -ωνύμιον | τὰ | -ωνύμιᾰ |
| κλητική ὦ! | -ωνύμιον | -ωνύμιᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -ωνυμίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | -ωνυμίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -ωνύμιον < αρχαία ελληνική -ώνυμ(ος) ( < ὄνυμα) + -ιον. Το <ω> εξηγείται με τον αρχαιοελληνικό φωνητικό νόμο της συνθετικής έκτασης)
Επίθημα
-ωνύμιον
- (ελληνιστική κοινή) -ωνύμιο, επίθημα ως δεύτερο συνθετικό σε ουσιαστικά, που δηλώνει όνομα
- ἀνδρωνύμιον
- ἐπωνύμιον
- προωνύμιον
Σύνθετα
- Ελληνιστικές λέξεις με επίθημα -ωνύμιον στο Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.