προωνύμιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ προωνύμιον τὰ προωνύμι
      γενική τοῦ προωνυμίου τῶν προωνυμίων
      δοτική τῷ προωνυμί τοῖς προωνυμίοις
    αιτιατική τὸ προωνύμιον τὰ προωνύμι
     κλητική ! προωνύμιον προωνύμι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προωνυμίω
γεν-δοτ τοῖν  προωνυμίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προωνύμιον < πρό + ὄνομα (μεταφραστικό δάνειο) λατινικά praenomen). Το ω (προωνύμιον) εξηγείται με τον αρχαιοελληνικό φωνητικό νόμο της συνθετικής έκτασης)

Ουσιαστικό

προωνύμιον ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.