συνθετική έκταση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συνθετική έκταση | οι | συνθετικές εκτάσεις |
| γενική | της | συνθετικής έκτασης & συνθετικής εκτάσεως |
των | συνθετικών εκτάσεων |
| αιτιατική | τη | συνθετική έκταση | τις | συνθετικές εκτάσεις |
| κλητική | συνθετική έκταση | συνθετικές εκτάσεις | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνθετική έκταση < → δείτε τις λέξεις συνθετικός και έκταση
Πολυλεκτικός όρος
συνθετική έκταση θηλυκό
- (γλωσσολογία) φωνητικός νόμος της αρχαίας ελληνικής γλώσσας που ερμηνεύει το μακρό αρκτικό φωνήεν του δεύτερου συνθετικού σε σύνθετες λέξεις
- Κατηγορία:Λέξεις με συνθετική έκταση στο Βικιλεξικό
- Παράρτημα:Γραμματική (αρχαία ελληνικά) #Συνθετική έκταση
-
Συνθετική έκταση στη Βικιπαίδεια

- §118 - Debrunner, Albert (1917) Griechische Wortbildungslehre. (O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική) Mετάφραση: Ηλίας Τσιριγκάκης, επιμέλεια: Ευάγγελος Πετρούνιας, στο @greek-language.gr, 2008.
- αντέκταση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.