τραγουδιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τραγουδιστής | οι | τραγουδιστές |
| γενική | του | τραγουδιστή | των | τραγουδιστών |
| αιτιατική | τον | τραγουδιστή | τους | τραγουδιστές |
| κλητική | τραγουδιστή | τραγουδιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τραγουδιστής < → λείπει η ετυμολογία [1]
Ουσιαστικό
τραγουδιστής αρσενικό (θηλυκό τραγουδίστρια)
- (μουσική, επάγγελμα) πρόσωπο που τραγουδά, ιδιαίτερα επαγγελματικά
Αναφορές
- τραγουδιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.