τραγουδιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τραγουδιστής οι τραγουδιστές
      γενική του τραγουδιστή των τραγουδιστών
    αιτιατική τον τραγουδιστή τους τραγουδιστές
     κλητική τραγουδιστή τραγουδιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τραγουδιστής < λείπει η ετυμολογία [1]

Ουσιαστικό

τραγουδιστής αρσενικό (θηλυκό τραγουδίστρια)

  • (μουσική, επάγγελμα) πρόσωπο που τραγουδά, ιδιαίτερα επαγγελματικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

τραγουδιστής

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.