ἱστορία
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
| λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἱστορία | αἱ | ἱστορίαι | ||||
| γενική | τῆς | ἱστορίας | τῶν | ἱστοριῶν | ||||
| δοτική | τῇ | ἱστορίᾳ | ταῖς | ἱστορίαις | ||||
| αιτιατική | τὴν | ἱστορίαν | τὰς | ἱστορίας | ||||
| κλητική ὦ! | ἱστορία | ἱστορίαι | ||||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ῐ̔στορῐ́ᾱ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ῐ̔στορῐ́ᾱ
Ουσιαστικό
ῐ̔στορῐ́ᾱ θηλυκό
Παράγωγα
- ἱστοριάζω
- ἱστόριαση
- ἱστόριασμα
- ἱστοριώδης
Πηγές
- ἱστορία - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| ῐστορῐᾱ- | |||||
| ονομαστική | ἡ | ἱστορίᾱ | αἱ | ἱστορίαι | |
| γενική | τῆς | ἱστορίᾱς | τῶν | ἱστοριῶν | |
| δοτική | τῇ | ἱστορίᾳ | ταῖς | ἱστορίαις | |
| αιτιατική | τὴν | ἱστορίᾱν | τὰς | ἱστορίᾱς | |
| κλητική ὦ! | ἱστορίᾱ | ἱστορίαι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἱστορίᾱ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἱστορίαιν | |||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
Σημειώσεις
- Η σημασία της λέξης αρχικώς έδωσε το ἴστωρ, έπειτα η λέξη απέκτησε τη δεύτερη και εν τέλει την τρίτη, σημασιολογική εξέλιξη η οποία κατοπτρίζει δε τη διαμόρφωση της επιστήμης από την αρχική έρευνα
Ουσιαστικό
ῐ̔στορῐ́ᾱ θηλυκό
- έρευνα, πληροφόρηση, μάθηση μέσω έρευνας, αναζήτηση, εξέταση
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 118.1
- εἰρομένου δέ μευ τοὺς ἱρέας εἰ μάταιον λόγον λέγουσι οἱ Ἕλληνες τὰ περὶ Ἴλιον γενέσθαι ἢ οὔ, ἔφασαν πρὸς ταῦτα τάδε, ἱστορίῃσι φάμενοι εἰδέναι παρ᾽ αὐτοῦ Μενέλεω.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Φαίδων, 96Α
- ἐγὼ γάρ, ἔφη, ὦ Κέβης, νέος ὢν θαυμαστῶς ὡς ἐπεθύμησα ταύτης τῆς σοφίας ἣν δὴ καλοῦσι περὶ φύσεως ἱστορίαν·
- (κατ’ επέκταση) γνώση και πληροφορία αποκτωμένη και συλλεγόμενη τοιουτοτρόπως
- → δείτε παράθεμα στο λήμμα ῐ̔στορῐ́η
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἱπποκράτης, Περὶ ἀρχαίης ἰητρικῆς, 20
- λέγω δὲ ταύτην τὴν ἱστορίην εἰδέναι, ἄνθρωπος τί ἐστιν καὶ δι᾽ οἵας αἰτίας γίνεται καὶ τἄλλα ἀκριβέως.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 118.1
- αφήγηση, εξιστόρηση γεγονότων και πραγματικών και φανταστικών
- αντικειμενική και επιστημονική καταγραφή, κριτική και έκθεση ερευνών κάποιου περί πραγματικών συμβάντων και γεγονότων, ιστορία, διήγηση
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 96
- τούτοισι πᾶσι καὶ τοῖσι ἐς τὸν πεζὸν τεταγμένοισι αὐτῶν ἐπῆσαν ἑκάστοισι ἐπιχώριοι ἡγεμόνες, τῶν ἐγώ, οὐ γὰρ ἀναγκαίῃ ἐξέργομαι ἐς ἱστορίης λόγον, οὐ παραμέμνημαι.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ῥητορική, 1, 4.13
- πρὸς δὲ τὰς πολιτικὰς συμβουλὰς αἱ τῶν περὶ τὰς πράξεις γραφόντων ἱστορίαι: ἅπαντα δὲ ταῦτα πολιτικῆς ἀλλ᾽ οὐ ῥητορικῆς ἔργον ἐστίν.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 7 (Πολύμνια), 96
- (ελληνιστική κοινή) η ιστορική, η Αγία Γραφή σε αντίθεση με την αναγωγή
- ιωνικός τύπος : ῐ̔στορῐ́η
Παράγωγα
- ἱστορικός
Σύνθετα
- ἱστοριογραφία
- ἱστοριογραφικός
- ἱστοριογράφος
- ἱστοριογραφῶ
- ἱστοριογραφεύς
- → και δείτε τις λέξεις ἵστωρ και ἴστωρ
Απόγονοι
- ⇒ νέα ελληνικά: ιστορία
- ⇒ ποντιακά: ιστορίαν
Αναφορές
- ἱστορία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
Πηγές
- ἱστορία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.