έκθεση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | έκθεση | οι | εκθέσεις |
| γενική | της | έκθεσης* | των | εκθέσεων |
| αιτιατική | την | έκθεση | τις | εκθέσεις |
| κλητική | έκθεση | εκθέσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εκθέσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- έκθεση < αρχαία ελληνική ἔκθεσις
Ουσιαστικό
έκθεση θηλυκό
- η δημόσια παρουσίαση προϊόντων ή έργων τέχνης σε ειδικό χώρο
- έκθεση ζωγραφικής σε γκαλερί
- ο τόπος όπου γίνεται αυτή η παρουσίαση
- έκθεση επίπλων (κατάστημα)
- μεγάλη διοργάνωση παρουσίασης προϊόντων και τεχνολογιών με πανεθνικό ή διεθνή χαρακτήρα
- Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης
- γραπτή (συνήθως) αναφορά γεγονότων, ιδεών, κρίσεων
- έκθεση πραγματογνωμοσύνης
- η ετήσια έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος για την κατάσταση της οικονομίας
- σχολικό κείμενο που συντάσσεται από μαθητή πάνω σε δοσμένο θέμα
- έκθεση ιδεών
- Ο μαθητής βαθμολογήθηκε με 18 στην έκθεση.
- το να αφήνεις κάτι να δεχτεί την επενέργεια μιας φυσικής δύναμης, να εκτεθεί σε αυτήν
- η χωρίς μέτρο έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία εγκυμονεί κινδύνους
- το να αφήνεις κάτι να υποβληθεί σε μια δοκιμασία ή κίνδυνο
- οι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν ποινικές ευθύνες για έκθεση ανηλίκου σε κίνδυνο
- (μαθηματικά) ύψωση σε εκθέτη - δύναμη
Μεταφράσεις
δημόσια παρουσίαση προϊόντων, επίδειξη
γραπτή εργασία, έκθεση ιδεών
έκθεση σε επενέργεια φυσικής δύναμης ή σε κίνδυνο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
