έκθεση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έκθεση οι εκθέσεις
      γενική της έκθεσης* των εκθέσεων
    αιτιατική την έκθεση τις εκθέσεις
     κλητική έκθεση εκθέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκθέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έκθεση < αρχαία ελληνική ἔκθεσις

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈek.θe.si/
ανθοκομική έκθεση

Ουσιαστικό

έκθεση θηλυκό

  1. η δημόσια παρουσίαση προϊόντων ή έργων τέχνης σε ειδικό χώρο
    έκθεση ζωγραφικής σε γκαλερί
    • ο τόπος όπου γίνεται αυτή η παρουσίαση
      έκθεση επίπλων (κατάστημα)
    • μεγάλη διοργάνωση παρουσίασης προϊόντων και τεχνολογιών με πανεθνικό ή διεθνή χαρακτήρα
      Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης
  2. γραπτή (συνήθως) αναφορά γεγονότων, ιδεών, κρίσεων
    έκθεση πραγματογνωμοσύνης
    η ετήσια έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος για την κατάσταση της οικονομίας
    • σχολικό κείμενο που συντάσσεται από μαθητή πάνω σε δοσμένο θέμα
      έκθεση ιδεών
      Ο μαθητής βαθμολογήθηκε με 18 στην έκθεση.
  3. το να αφήνεις κάτι να δεχτεί την επενέργεια μιας φυσικής δύναμης, να εκτεθεί σε αυτήν
    η χωρίς μέτρο έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία εγκυμονεί κινδύνους
    • το να αφήνεις κάτι να υποβληθεί σε μια δοκιμασία ή κίνδυνο
      οι κατηγορούμενοι αντιμετωπίζουν ποινικές ευθύνες για έκθεση ανηλίκου σε κίνδυνο
  4. (μαθηματικά) ύψωση σε εκθέτη - δύναμη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.