αυτόπτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αυτόπτης οι αυτόπτες
      γενική του αυτόπτη των αυτοπτών
    αιτιατική τον αυτόπτη τους αυτόπτες
     κλητική αυτόπτη αυτόπτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυτόπτης < αρχαία ελληνική αὐτόπτης < αὐτός ("ὀ ίδιος") + ὁράω (θέμα ὀπ- που απαντά στον μέλλοντα ὄψομαι και στον παρακείμενο ὄπωπα)

Ουσιαστικό

αυτόπτης αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό & αυτόπτις)

  1. που βλέπει κάτι με τα ίδια του τα μάτια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.