αναγωγή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναγωγή οι αναγωγές
      γενική της αναγωγής των αναγωγών
    αιτιατική την αναγωγή τις αναγωγές
     κλητική αναγωγή αναγωγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναγωγή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναγωγή < ἀνάγω < ἄγω
για τους επιστημονικούς όρους < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική réduction

Προφορά

ΔΦΑ : /a.na.ɣoˈʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναγωγή

Ουσιαστικό

αναγωγή θηλυκό

  1. η αναφορά σε κάτι παλαιότερο που το γνωρίζουμε ή μάς είναι οικείο
  2. (μαθηματικά) η απλοποίηση ενός κλάσματος και η μετατροπή του σε κάτι άλλο ισοδύναμο
  3. (χημεία) η διαδικασία ή χημική αντίδραση κατά την οποία ένα στοιχείο ή μία χημική ένωση προσλαμβάνει ηλεκτρόνια (στις οργανικές ενώσεις του άνθρακα, όταν προστίθεται υδρογόνο ή αφαιρείται οξυγόνο)
     αντώνυμα: οξείδωση

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

    This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.