αναγωγή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αναγωγή | οι | αναγωγές |
| γενική | της | αναγωγής | των | αναγωγών |
| αιτιατική | την | αναγωγή | τις | αναγωγές |
| κλητική | αναγωγή | αναγωγές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναγωγή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναγωγή < ἀνάγω < ἄγω
- για τους επιστημονικούς όρους < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική réduction
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.na.ɣoˈʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐γω‐γή
Ουσιαστικό
αναγωγή θηλυκό
- η αναφορά σε κάτι παλαιότερο που το γνωρίζουμε ή μάς είναι οικείο
- (μαθηματικά) η απλοποίηση ενός κλάσματος και η μετατροπή του σε κάτι άλλο ισοδύναμο
- (χημεία) η διαδικασία ή χημική αντίδραση κατά την οποία ένα στοιχείο ή μία χημική ένωση προσλαμβάνει ηλεκτρόνια (στις οργανικές ενώσεις του άνθρακα, όταν προστίθεται υδρογόνο ή αφαιρείται οξυγόνο)
Σύνθετα
Μεταφράσεις
Αναφορές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.