αφήγηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αφήγηση | οι | αφηγήσεις |
| γενική | της | αφήγησης* | των | αφηγήσεων |
| αιτιατική | την | αφήγηση | τις | αφηγήσεις |
| κλητική | αφήγηση | αφηγήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αφηγήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈfi.ʝi.si/
Συνώνυμα
Συναφείς όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.