πραγματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πραγματικός | η | πραγματική | το | πραγματικό |
| γενική | του | πραγματικού | της | πραγματικής | του | πραγματικού |
| αιτιατική | τον | πραγματικό | την | πραγματική | το | πραγματικό |
| κλητική | πραγματικέ | πραγματική | πραγματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πραγματικοί | οι | πραγματικές | τα | πραγματικά |
| γενική | των | πραγματικών | των | πραγματικών | των | πραγματικών |
| αιτιατική | τους | πραγματικούς | τις | πραγματικές | τα | πραγματικά |
| κλητική | πραγματικοί | πραγματικές | πραγματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πραγματικός < αρχαία ελληνική πραγματικός < πρᾶγμα
Επίθετο
πραγματικός
- Αυτός που υπάρχει ή αληθεύει
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.