εξιστόρηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εξιστόρηση | οι | εξιστορήσεις |
| γενική | της | εξιστόρησης* | των | εξιστορήσεων |
| αιτιατική | την | εξιστόρηση | τις | εξιστορήσεις |
| κλητική | εξιστόρηση | εξιστορήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εξιστορήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.