ἄνθος
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ἄνθος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄνθος
Ουσιαστικό
ἄνθος ουδέτερο
- ἄθος, και γραφή ἄθθος
- → δείτε και τη λέξη άθος (ιδιωματικοί νεοελληνικοί τύποι)
Συνώνυμα
- ἄνθημα
- ἄνθι, ἄθι, ἀθί
Συγγενικά
- ἀνθο- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἀνθο- στο Βικιλεξικό
και
- ἄνθηση
- ἀνθίτσιν, ἀθίτσιν (υποκοριστικό)
- ἀνθίζω, ἀθίζω, ἀθθίζω
- ἀνθός, ἀθός, ἀθθός
Πηγές
- σελ.209 - σελ.210, Τόμος 1ος - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- άνθος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ἄνθος | τὰ | ἄνθη |
| γενική | τοῦ | ἄνθους | τῶν | ἀνθέων - ἀνθῶν |
| δοτική | τῷ | ἄνθει | τοῖς | ἄνθεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | ἄνθος | τὰ | ἄνθη |
| κλητική ὦ! | ἄνθος | ἄνθη | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἄνθει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀνθοῖν | ||
| Με δύο γενικές πληθυντικού. | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «ἄνθος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- ἄνθος, ήδη ομηρικό < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂endʰos. Συγγενή: σανσκριτική अन्धस् (ándhas, μυθικό ιερό φυτό, πόα, βότανο), αλβανική endë, παλαιά αρμενική անդ (and, λιβάδι).[1]
Ουσιαστικό
ἄνθος, -ους ουδέτερο
- (βοτανική) άνθος, λουλούδι
- (βοτανική) μπουμπούκι
- (βοτανική) βλαστάρι
- (μεταφορικά) καθαρότητα, λαμπρότητα
- (μεταφορικά) νεότητα, ακμή
- (μεταφορικά) αποκορύφωμα, ακμή
- (μεταφορικά) γλαφυρότητα
- (μεταφορικά) ανθολογία
Παράγωγα
ετυμολογικό πεδίο
ἀνθ-
ἀνθ-
- ἀνθη- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἀνθη- στο Βικιλεξικό
- -ανθής Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ανθής στο Βικιλεξικό
- ἀνθο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἀνθο- στο Βικιλεξικό
και
- πιθανόν συγγενικό με ἄκανθος
Ετυμολογία 2
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἄνθος | οἱ | ἄνθοι |
| γενική | τοῦ | ἄνθου | τῶν | ἄνθων |
| δοτική | τῷ | ἄνθῳ | τοῖς | ἄνθοις |
| αιτιατική | τὸν | ἄνθον | τοὺς | ἄνθους |
| κλητική ὦ! | ἄνθε | ἄνθοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἄνθω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἄνθοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- ἄνθος < → λείπει η ετυμολογία
Αναφορές
- 104-105 σελ. 104 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- ἄνθος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄνθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.