ἐξάνθημα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἐξάνθημᾰ τὰ ἐξανθήμᾰτ
      γενική τοῦ ἐξανθήμᾰτος τῶν ἐξανθημᾰ́των
      δοτική τῷ ἐξανθήμᾰτ τοῖς ἐξανθήμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἐξάνθημᾰ τὰ ἐξανθήμᾰτ
     κλητική ! ἐξάνθημᾰ ἐξανθήμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐξανθήμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ἐξανθημᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἐξάνθημα < (ἐξανθέω) ἐξανθη- + -μα < ἄνθος

Ουσιαστικό

ἐξάνθημα ουδέτερο

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.