ἐξάνθημα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ἐξάνθημᾰ | τὰ | ἐξανθήμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | ἐξανθήμᾰτος | τῶν | ἐξανθημᾰ́των |
| δοτική | τῷ | ἐξανθήμᾰτῐ | τοῖς | ἐξανθήμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | ἐξάνθημᾰ | τὰ | ἐξανθήμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | ἐξάνθημᾰ | ἐξανθήμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐξανθήμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐξανθημᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- ἐξάνθημα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.