λαμπρότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαμπρότητα οι λαμπρότητες
      γενική της λαμπρότητας των λαμπροτήτων
    αιτιατική τη λαμπρότητα τις λαμπρότητες
     κλητική λαμπρότητα λαμπρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαμπρότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λαμπρότης από την αιτιατική ενικού «τὴν λαμπρότητα». Συγχρονικά αναλύεται σε λαμπρ(ός) + -ότητα.[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /lamˈbɾo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λαμπρότητα

Ουσιαστικό

λαμπρότητα θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

λαμπρότητα θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.