ανθολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανθολογία οι ανθολογίες
      γενική της ανθολογίας των ανθολογιών
    αιτιατική την ανθολογία τις ανθολογίες
     κλητική ανθολογία ανθολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανθολογία < (ελληνιστική κοινή) ἀνθολογία < αρχαία ελληνική ἄνθος + λέγω
Η αρχική σημασία ήταν μάζεμα λουλουδιών

Ουσιαστικό

ανθολογία θηλυκό

  1. η συλλογή ποιητικών ή πεζών κειμένων ή και αποσπασμάτων, που επιλέγονται κι ενσωματώνονται με ορισμένα κριτήρια (ποιότητα, αντιπροσωπευτικότητα κ.λπ.)
    ανθολογία νεοελληνικής ποίησης
  2. το βιβλίο που έχει ανάλογο περιεχόμενο
    ανθολογία Πλανούδη
  3. κάθε συλλογή με παρόμοιο υλικό
    κινηματογραφική ανθολογία

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.