μπουμπούκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπουμπούκι τα μπουμπούκια
      γενική του μπουμπουκιού των μπουμπουκιών
    αιτιατική το μπουμπούκι τα μπουμπούκια
     κλητική μπουμπούκι μπουμπούκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπουμπούκι < μεσαιωνική ελληνική μπουμπούκι[1] [2] < (ίσως) αρχαία ελληνική βομβύκιον,[1][3] υποκοριστικό του βόμβυξ

Ουσιαστικό

μπουμπούκι ουδέτερο

  1. (κυριολεκτικά, βοτανική) άνθος στα πρώτα στάδια της ανάπτυξής του, πριν ανοίξει τα πέταλά του
  2. (μεταφορικά, προσφώνηση) τρυφερή νέα (ή παιδί) «στο άνθος της ηλικίας της» (συχνά χρησιμοποιείται ως τρυφερή προσφώνηση για νέες ή παιδιά)
  3. (μεταφορικά, ειρωνικό) κάποιος που είναι γνωστός για το βεβαρυμένο παρελθόν του ή (γενικότερα) για την κατακριτέα συμπεριφορά του

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. μπουμπούκι -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
  3. μπουμπούκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  4. μπουμπούκι -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  5. μπουμπούκι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.