γλαφυρότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γλαφυρότητα οι γλαφυρότητες
      γενική της γλαφυρότητας των γλαφυροτήτων
    αιτιατική τη γλαφυρότητα τις γλαφυρότητες
     κλητική γλαφυρότητα γλαφυρότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γλαφυρότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γλαφυρότης από την αιτιατική ενικού «τὴν γλαφυρότητα» < αρχαία ελληνική γλαφυρός [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣla.fiˈɾo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γλαφυρότητα

Ουσιαστικό

γλαφυρότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

γλαφυρότητα θηλυκό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.