ἀγρός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἀγρός | οἱ | ἀγροί |
| γενική | τοῦ | ἀγροῦ | τῶν | ἀγρῶν |
| δοτική | τῷ | ἀγρῷ | τοῖς | ἀγροῖς |
| αιτιατική | τὸν | ἀγρόν | τοὺς | ἀγρούς |
| κλητική ὦ! | ἀγρέ | ἀγροί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγρώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀγροῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Συγγενικά
Σύνθετα
Πηγές
- ἀγρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀγρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.