ἀγρόνομος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ουσιαστικό

ἀγρόνομος αρσενικό & ἀγρονόμος

  • ο άρχων των Αθηνών που είχε την εποπτεία των γαιών που ανήκαν στην πολιτεία

Επίθετο

ἀγρόνομος

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.