ἀγροικία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀγροικί αἱ ἀγροικίαι
      γενική τῆς ἀγροικίᾱς τῶν ἀγροικιῶν
      δοτική τῇ ἀγροικί ταῖς ἀγροικίαις
    αιτιατική τὴν ἀγροικίᾱν τὰς ἀγροικίᾱς
     κλητική ! ἀγροικί ἀγροικίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀγροικί
γεν-δοτ τοῖν  ἀγροικίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀγροικία < ἄγροικος

Ουσιαστικό

ἀγροικία

  1. ο αγροτικός τρόπος ζωής, ο χωριάτικος, ο σκληρός και σχετικά άξεστος
    ἀλλ᾽ εἰς τὰ τοιαῦτα ἄγειν πολλὴ ἀγροικία ἐστὶν τοὺς λόγους
  2. στον πληθυντικό, ἀγροικίαι : τα αγροτόσπιτα

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.