ἀγρότερος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀγρότερος < πιθανόν συγκριτικός βαθμός του ἄγριος ή απλώς ποιητικός τύπος του, επίσης πιθανόν επίθετο που μοιάζει με συγκριτικό βαθμό του ουσιαστικού ἀγρός (δηλ. με πιο έντονα τα χαρακτηριστικά του αγρού και της αγροτικής ζωής).

Επίθετο

ἀγρότερος,-τέρα,-ότερον

  1. ο αγροτικός
  2. ο άγριος, ο κυνηγετικός, εκείνος που αγαπά το κυνήγι, ο σχετικά άγριος
  3. Το θηλυκό (Ἀγροτέρα) ήταν και επίθετο της Αρτέμιδας
  4. τα μη οικόσιτα, σχετικά άγρια ζώα, ουσιαστικά τα ζώα των αγρών (ημίονοι, ελάφια κ.λπ.)
  5. οι αγρότες, οι χωριάτες
  6. τα φυτά του αγρού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.