ἀγροικίζομαι
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
ἀγροικίζομαι
<
ἄγροικος
και
ἀγροῖκος
+
-ίζομαι
(<
ἀγρός
+
οἰκέω
)
Ρήμα
ἀγροικίζομαι
(
αποθετικό
)
φέρομαι με αγένεια, σαν
αγροίκος
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.