ἀγρονόμος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀγρονόμος < ἀγρ(ός) + -ο- + -νόμος < νέμω

Ουσιαστικό

ἀγρονόμος αρσενικό & ἀγρόνομος

  • ο άρχων των Αθηνών που είχε την εποπτεία των γαιών που ανήκαν στην πολιτεία
Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀγρονόμος τὸ ἀγρονόμον οἱ, αἱ ἀγρονόμοι τὰ ἀγρονόμα
Γενική τοῦ, τῆς ἀγρονόμου τοῦ ἀγρονόμου τῶν ἀγρονόμων τῶν ἀγρονόμων
Δοτική τῷ, τῇ ἀγρονόμῳ τῷ ἀγρονόμῳ τοῖς, ταῖς ἀγρονόμοις τοῖς ἀγρονόμοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀγρονόμον τὸ ἀγρονόμον τοὺς, τὰς ἀγρονόμους τὰ ἀγρονόμα
Κλητική ἀγρονόμε ἀγρονόμον ἀγρονόμοι ἀγρονόμα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀγρονόμω
Γενική-Δοτική ἀγρονόμοιν

Επίθετο

ἀγρονόμος,ος,ον

  1. αυτός που νέμεται τους αγρούς (π.χ. νύμφες, κτηνοτρόφοι)
    • ἀγρονόμοι βοτῆρες (κτηνοτρόφοι που νέμονται την αγροτική γη)
  2. ο άγριος
  3. αυτός που επιτρέπει την κτηνοτροφία (π.χ. μεγάλη αυλή)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.