ager

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

ager < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂éǵros. Συγγενές με τα αρχαία ελληνική ἀγρός, (σανσκριτικά) अज्र (ájra) και (αγγλοσαξονικά) æcer (αγγλικά: acre)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.ɡer/

Ουσιαστικό

ager (la) αρσενικό

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική ager agrī
γενική agrī agrōrum
δοτική agrō agrīs
αιτιατική agrum agrōs
κλητική ager agrī
αφαιρετική agrō agrīs
(β' κλίση)



Ρουμανικά (ro)

Επίθετο

ager (ro)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.