ἀγροτήρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἀγροτήρ < ἀγρός
Ουσιαστικό
ἀγροτήρ αρσενικό (θηλυκό ἀγρότειρα, το οποίο χρησιμοποιείται και ως επίθετο)
- (επάγγελμα) ο αγρότης, ο τραχύς
- ο αγροτικός, ο χωριάτικος, που βρίσκεται στον αγρό
- Ἀγαμέμνονος ὦ κόρα, ἤλυθον, Ἠλέκτρα, ποτὶ σὰν ἀγρότειραν αὐλάν (: Ηλέκτρα, κόρη του Αγαμέμονα ήρθαμε στο αγροτική αυλή σου, γιατί ...
- επίθετο του Ερμή
- Διὸς ἀγγέλῳ σὺν Ἑρμᾷ, τῷ Μαίας ἀγροτῆρι κούρῳ· (με τον αγγελιοφόρο του Δία τον Ερμή, της Μαίας τον προστάτη των εξοχών - της Μαίας το γιο των αγρών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.