ἀγροτήρ

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀγροτήρ < ἀγρός

Ουσιαστικό

ἀγροτήρ αρσενικό (θηλυκό ἀγρότειρα, το οποίο χρησιμοποιείται και ως επίθετο)

  1. (επάγγελμα) ο αγρότης, ο τραχύς
  2. ο αγροτικός, ο χωριάτικος, που βρίσκεται στον αγρό
    Ἀγαμέμνονος ὦ κόρα, ἤλυθον, Ἠλέκτρα, ποτὶ σὰν ἀγρότειραν αὐλάν (: Ηλέκτρα, κόρη του Αγαμέμονα ήρθαμε στο αγροτική αυλή σου, γιατί ...
  3. επίθετο του Ερμή
    Διὸς ἀγγέλῳ σὺν Ἑρμᾷ, τῷ Μαίας ἀγροτῆρι κούρῳ· (με τον αγγελιοφόρο του Δία τον Ερμή, της Μαίας τον προστάτη των εξοχών - της Μαίας το γιο των αγρών)

Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.