ψυχρόν

Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ψυχρόν

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του ψυχρός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ψυχρός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.