ψυχρά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ψυχρά < ψυχρός

Επίρρημα

ψυχρά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ψυχρά



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος επιθέτου 1

ψυχρά (ᾱ)

  1. ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ψυχρός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική δυϊκού, θηλυκού γένους του ψυχρός

Κλιτικός τύπος επιθέτου 2

ψυχρά (ᾰ)

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ψυχρός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.