ψυχεινός
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ψυχεινός < ψῦχος
Επίθετο
ψυχεινός, -ά, όν
- δροσιστικός, αναψυκτικός
- τοῦ μὲν γὰρ χειμῶνός ἐστιν ἀλεεινά, τοῦ δὲ θέρους ψυχεινά. : <γιατί το ζώο πλαγιάζει εκεί> επειδή το χειμώνα είναι πιο ζεστά και το καλοκαίρι πιο δροσερά (Ξενοφών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.