ψυχρότης

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ψυχρότης αἱ ψυχρότητες
      γενική τῆς ψυχρότητος τῶν ψυχροτήτων
      δοτική τῇ ψυχρότητ ταῖς ψυχρότησ(ν)
    αιτιατική τὴν ψυχρότητ τὰς ψυχρότητᾰς
     κλητική ! ψυχρότης ψυχρότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψυχρότητε
γεν-δοτ τοῖν  ψυχροτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψυχρότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ψυχρό(ς) + -της

Ουσιαστικό

ψυχρότης θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.