ψυχρότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ψυχρότης | αἱ | ψυχρότητες | ||||
| γενική | τῆς | ψυχρότητος | τῶν | ψυχροτήτων | ||||
| δοτική | τῇ | ψυχρότητῐ | ταῖς | ψυχρότησῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὴν | ψυχρότητᾰ | τὰς | ψυχρότητᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | ψυχρότης | ψυχρότητες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψυχρότητε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ψυχροτήτοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ψυχρότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ψυχρό(ς) + -της
Ουσιαστικό
ψυχρότης θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) η παγερότητα, η κρυάδα, το ψύχος στη συμπεριφορά ή γενικά ως κατάσταση
- ≠ αντώνυμα: θερμότης
Πηγές
- ψυχρότης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψυχρότης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.