άκαρπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άκαρπος | η | άκαρπη | το | άκαρπο |
| γενική | του | άκαρπου | της | άκαρπης | του | άκαρπου |
| αιτιατική | τον | άκαρπο | την | άκαρπη | το | άκαρπο |
| κλητική | άκαρπε | άκαρπη | άκαρπο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άκαρποι | οι | άκαρπες | τα | άκαρπα |
| γενική | των | άκαρπων | των | άκαρπων | των | άκαρπων |
| αιτιατική | τους | άκαρπους | τις | άκαρπες | τα | άκαρπα |
| κλητική | άκαρποι | άκαρπες | άκαρπα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- άκαρπος < αρχαία ελληνική ἄκαρπος
Επίθετο
άκαρπος
- που δεν κάνει καρπούς
- έχουμε μια μηλιά στην αυλή αλλά είναι άκαρπη
- (μεταφορικά) για πράξη ή ενέργεια: που δεν φέρνει τα επιθυμητά αποτελέσματα
- οι διαπραγματεύσεις απέβησαν άκαρπες
- οι προσπάθειές τους παρέμειναν άκαρπες
Μεταφράσεις
άκαρπος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.