ψηφιοποιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ψηφιοποιώ < ψηφί(ο) -ο- + -ποιώ (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική digitise (βρετανικό) / digitize (ΗΠΑ)

Προφορά

ΔΦΑ : /psi.fi.o.piˈo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψηφιοποιώ

Ρήμα

ψηφιοποιώ, αόρ.: ψηφιοποίησα, παθ.φωνή: ψηφιοποιούμαι, π.αόρ.: ψηφιοποιήθηκα, μτχ.π.π.: ψηφιοποιημένος

  • δίνω σε κάτι ψηφιακή μορφή, το μετατρέπω σε ψηφιακό
      Το Βατικανό πήρε την απόφαση να ψηφιοποιήσει και να διαθέσει διαδικτυακά το περιεχόμενο της περίφημης Βιβλιοθήκης του, η οποία περιλαμβάνει σπάνια χειρόγραφα ανεκτίμητης αξίας. (@nafemporiki.gr)

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις ψηφίο και ποιώ

Κλίση

Παθητική φωνή λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

  • ψηφιοποιώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.