ψηφί

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψηφί τα ψηφιά
      γενική του ψηφιού των ψηφιών
    αιτιατική το ψηφί τα ψηφιά
     κλητική ψηφί ψηφιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψηφί < μεσαιωνική ελληνική ψηφίν < (ελληνιστική κοινή) ψηφίον

Ουσιαστικό

ψηφί ουδέτερο

  1. το ψηφίο
  2. η ψηφίδα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.