chiffre
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- chiffre < cifre < μεσαιωνική λατινική cifra, μηδέν < αραβική sifr, κενό
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʃifʁ/
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| chiffre | chiffres |
chiffre (fr) αρσενικό
- το ψηφίο, ο αριθμός, το νούμερο
- les chiffres - ο υπολογισμός, ο λογαριασμός
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.