ψῆφος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ψῆφος < ψαφ-  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

ψῆφος θηλυκό ιωνικός τύπος, (δωρικός τύπος: ψᾶφος, αιολικός τύπος: ψᾶφαξ, ψᾶφιγξ)

  1. πετραδάκι
  2. καθένα από τα πετραδάκια που χρησιμοποιούνταν για αρίθμηση και υπολογισμούς
  3. πετραδάκι που το έριχναν σε κάλπη για να ψηφίσουν

Εκφράσεις

  • καθαραὶ ψῆφοι: ακριβείς λογαριασμοί
  • τὰς ψήφους διανέμομαι: μετρώ ψήφους κατά διανομή.
  • τίθεμαι τὴν ψῆφον
  • ψῆφον ἐπάγω: προτείνω ψηφοφορία
  • ψῆφον φέρω: ψηφίζω
  • ψήφοις λογίζομαι: (μετράω με ψήφους, δηλαδή πετραδάκια, και επομένως) μετράω και υπολογίζω σωστά, ακριβώς

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.