πολυψήφιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυψήφιος η πολυψήφια το πολυψήφιο
      γενική του πολυψήφιου της πολυψήφιας του πολυψήφιου
    αιτιατική τον πολυψήφιο την πολυψήφια το πολυψήφιο
     κλητική πολυψήφιε πολυψήφια πολυψήφιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυψήφιοι οι πολυψήφιες τα πολυψήφια
      γενική των πολυψήφιων των πολυψήφιων των πολυψήφιων
    αιτιατική τους πολυψήφιους τις πολυψήφιες τα πολυψήφια
     κλητική πολυψήφιοι πολυψήφιες πολυψήφια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολυψήφιος < πολυ- + -ψήφιος

Προφορά

ΔΦΑ : /o.ktaˈpsi.fi.os/ αρσενικό
ΔΦΑ : /o.ktaˈpsi.fi.a/ θηλυκό
ΔΦΑ : /o.ktaˈpsi.fi.o/ ουδέτερο

Επίθετο

πολυψήφιος, -α, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.