επταψήφιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επταψήφιος η επταψήφια το επταψήφιο
      γενική του επταψήφιου της επταψήφιας του επταψήφιου
    αιτιατική τον επταψήφιο την επταψήφια το επταψήφιο
     κλητική επταψήφιε επταψήφια επταψήφιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επταψήφιοι οι επταψήφιες τα επταψήφια
      γενική των επταψήφιων των επταψήφιων των επταψήφιων
    αιτιατική τους επταψήφιους τις επταψήφιες τα επταψήφια
     κλητική επταψήφιοι επταψήφιες επταψήφια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επταψήφιος < επτα- + -ψήφιος

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ptaˈpsi.fi.os/ αρσενικό
ΔΦΑ : /e.ptaˈpsi.fi.a/ θηλυκό
ΔΦΑ : /e.ptaˈpsi.fi.o/ ουδέτερο

Επίθετο

επταψήφιος, -α, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.