δίψηφο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δίψηφο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

δίψηφο ουδέτερο

  1. σύμπλεγμα δύο γραμμάτων που διαβάζονται σαν ένας φθόγγος
    τα αι, ει, οι, ου, υι είναι δίψηφα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.