-ψήφιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | -ψήφιος | η | -ψήφια | το | -ψήφιο |
| γενική | του | -ψήφιου | της | -ψήφιας | του | -ψήφιου |
| αιτιατική | τον | -ψήφιο | τη(ν) | -ψήφια | το | -ψήφιο |
| κλητική | -ψήφιε | -ψήφια | -ψήφιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | -ψήφιοι | οι | -ψήφιες | τα | -ψήφια |
| γενική | των | -ψήφιων | των | -ψήφιων | των | -ψήφιων |
| αιτιατική | τους | -ψήφιους | τις | -ψήφιες | τα | -ψήφια |
| κλητική | -ψήφιοι | -ψήφιες | -ψήφια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- -ψήφιος < αρχαία ελληνική ψῆφ(ος) + -ιος, -α, -ον (με την ίδια κατάληξη και η (ελληνιστική κοινή) ψηφίον)· (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική chiffre σε εκφράσεις όπως d΄un chiffre (μονοψήφιος) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpsi.fi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -ψή‐φι‐ος
Επίθημα
-ψήφιος, -α, -ο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ψηφίο και στη λέξη: ψήφος
Σύνθετα
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ψήφιος στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
-ψήφιος
|
|
Αναφορές
- "-ψήφιος" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- -ψήφιος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.