ψηφιοποιημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψηφιοποιημένος η ψηφιοποιημένη το ψηφιοποιημένο
      γενική του ψηφιοποιημένου της ψηφιοποιημένης του ψηφιοποιημένου
    αιτιατική τον ψηφιοποιημένο την ψηφιοποιημένη το ψηφιοποιημένο
     κλητική ψηφιοποιημένε ψηφιοποιημένη ψηφιοποιημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψηφιοποιημένοι οι ψηφιοποιημένες τα ψηφιοποιημένα
      γενική των ψηφιοποιημένων των ψηφιοποιημένων των ψηφιοποιημένων
    αιτιατική τους ψηφιοποιημένους τις ψηφιοποιημένες τα ψηφιοποιημένα
     κλητική ψηφιοποιημένοι ψηφιοποιημένες ψηφιοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /psi.fi.o.pi.iˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψηφιοποιημένος

Μετοχή

ψηφιοποιημένος, -η, -ο μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ψηφιοποιώ

  • (πληροφορική) digitised: αυτός που έχει υποστεί ψηφιοποίηση, που έχει ψηφιοποιηθεί
      Για το χειρισμό ψηφιοποιημένου ήχου έχει αναπτυχθεί λογισμικό που παρέχει τη δυνατότητα για εγγραφή και επεξεργασία ψηφιοποιημένου ήχου καθώς και πολλές άλλες, όπως είναι τα διάφορα εφέ (π.χ. ενίσχυση, παραμόρφωση), η μείξη, κ.ά. [1]

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. 11.2.2 Χαρακτηριστικά ήχου, από Εφαρμογές Πληροφορικής Υπολογιστών (Α, Β, Γ Γενικού Λυκείου - Γενικής Παιδείας) - Βιβλίο Μαθητή. Προσπέλαση 2020-07-09.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.