ψηφιοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψηφιοποιημένος | η | ψηφιοποιημένη | το | ψηφιοποιημένο |
| γενική | του | ψηφιοποιημένου | της | ψηφιοποιημένης | του | ψηφιοποιημένου |
| αιτιατική | τον | ψηφιοποιημένο | την | ψηφιοποιημένη | το | ψηφιοποιημένο |
| κλητική | ψηφιοποιημένε | ψηφιοποιημένη | ψηφιοποιημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψηφιοποιημένοι | οι | ψηφιοποιημένες | τα | ψηφιοποιημένα |
| γενική | των | ψηφιοποιημένων | των | ψηφιοποιημένων | των | ψηφιοποιημένων |
| αιτιατική | τους | ψηφιοποιημένους | τις | ψηφιοποιημένες | τα | ψηφιοποιημένα |
| κλητική | ψηφιοποιημένοι | ψηφιοποιημένες | ψηφιοποιημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /psi.fi.o.pi.iˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψη‐φι‐ο‐ποι‐η‐μέ‐νος
Μετοχή
ψηφιοποιημένος, -η, -ο μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ψηφιοποιώ
- (πληροφορική) digitised: αυτός που έχει υποστεί ψηφιοποίηση, που έχει ψηφιοποιηθεί
Αναφορές
- 11.2.2 Χαρακτηριστικά ήχου, από Εφαρμογές Πληροφορικής Υπολογιστών (Α, Β, Γ Γενικού Λυκείου - Γενικής Παιδείας) - Βιβλίο Μαθητή. Προσπέλαση 2020-07-09.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.