ψηφιολέξη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψηφιολέξη οι ψηφιολέξεις
      γενική της ψηφιολέξης* των ψηφιολέξεων
    αιτιατική την ψηφιολέξη τις ψηφιολέξεις
     κλητική ψηφιολέξη ψηφιολέξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ψηφιολέξεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψηφιολέξη < (δυαδικό) ψηφίο + λέξη

Ουσιαστικό

ψηφιολέξη θηλυκό

  • (πληροφορική) byte: στοιχειώδης μονάδα (μικρότερη ποσότητα) δεδομένων, που μπορεί να αποθηκευθεί και να χρησιμοποιηθεί από έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή. Συνήθως αποτελείται από 8 δυφία (bits)[1]
    συντομογραφία: B

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (Αθήνα 2002). Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2005: Β' έκδοση), σελ. 1988.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.