ψηφιολέξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ψηφιολέξη | οι | ψηφιολέξεις |
| γενική | της | ψηφιολέξης* | των | ψηφιολέξεων |
| αιτιατική | την | ψηφιολέξη | τις | ψηφιολέξεις |
| κλητική | ψηφιολέξη | ψηφιολέξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ψηφιολέξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ψηφιολέξη θηλυκό
Συνώνυμα
- δυφιοσυλλαβή
- μπάιτ
-
Byte στη Βικιπαίδεια

Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (Αθήνα 2002). Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2005: Β' έκδοση), σελ. 1988.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.