ψηφιακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψηφιακός η ψηφιακή το ψηφιακό
      γενική του ψηφιακού της ψηφιακής του ψηφιακού
    αιτιατική τον ψηφιακό την ψηφιακή το ψηφιακό
     κλητική ψηφιακέ ψηφιακή ψηφιακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψηφιακοί οι ψηφιακές τα ψηφιακά
      γενική των ψηφιακών των ψηφιακών των ψηφιακών
    αιτιατική τους ψηφιακούς τις ψηφιακές τα ψηφιακά
     κλητική ψηφιακοί ψηφιακές ψηφιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ψηφιακός < ψηφίο + -ακός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική digital)

Προφορά

ΔΦΑ : /psi.fi.aˈkos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /psi.fi.aˈci/ θηλυκό
ΔΦΑ : /psi.fi.aˈko/ ουδέτερο

Επίθετο

ψηφιακός, -ή, -ό

  1. (τεχνολογία) που καταχωρίζει, επεξεργάζεται ή μεταφέρει δεδομένα με αριθμητικά ψηφία ή ειδικά σήματα
     αντώνυμα: αναλογικός
  2. που εμφανίζει πληροφορίες με ψηφία (αριθμούς ή γράμματα) πάνω σε ειδική πλάκα
  3. (πληροφορική) που λαμβάνει συγκεκριμένες, διακριτές τιμές (στάθμες), από πεπερασμένο σύνολο τιμών, κατάλληλα επιλεγμένων ώστε να μπορούν να αναπαρασταθούν από λέξεις των ψηφίων 0 και 1
     δείτε τις λέξεις στάθμη κβαντισμού και στάθμη τάσης

Αντώνυμα

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.