χῶμα

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χῶμα < χόω, χώννυμι

Ουσιαστικό

χῶμα ουδέτερο

  1. σωρευμένο χώμα σε τύμβο, σε ποταμό ως φράγμα, στα τείχη πόλης για να πολιορκηθεί
  2. προκυμαία
  3. λάκκος, σκαμμένη γη, τάφος,
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.