χωμάτινος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χωμάτινος η χωμάτινη το χωμάτινο
      γενική του χωμάτινου της χωμάτινης του χωμάτινου
    αιτιατική τον χωμάτινο τη χωμάτινη το χωμάτινο
     κλητική χωμάτινε χωμάτινη χωμάτινο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χωμάτινοι οι χωμάτινες τα χωμάτινα
      γενική των χωμάτινων των χωμάτινων των χωμάτινων
    αιτιατική τους χωμάτινους τις χωμάτινες τα χωμάτινα
     κλητική χωμάτινοι χωμάτινες χωμάτινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χωμάτινος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

χωμάτινος, -η, -ο

  • φτιαγμένος από χώμα ή από πηλό
      Αυτόν τον δρόμο τον έχει δει σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες και ξέρει ότι σε προηγούμενες δεκαετίες ήταν ένας φαρδύς χωμάτινος δρόμος που περνούσε μέσα από μπαξέδες και περιβόλια. (Κώστας Ακρίβος (2001) Πέντε δρόμοι, μία ρότα, ένα Αίνιγμα)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.