επίχωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | επίχωμα | τα | επιχώματα |
| γενική | του | επιχώματος | των | επιχωμάτων |
| αιτιατική | το | επίχωμα | τα | επιχώματα |
| κλητική | επίχωμα | επιχώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επίχωμα < αρχαία ελληνική ἐπιχώννυμι + -μα
Ουσιαστικό
επίχωμα ουδέτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.