επίχωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το επίχωμα τα επιχώματα
      γενική του επιχώματος των επιχωμάτων
    αιτιατική το επίχωμα τα επιχώματα
     κλητική επίχωμα επιχώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επίχωμα < αρχαία ελληνική ἐπιχώννυμι + -μα

Ουσιαστικό

επίχωμα ουδέτερο

  1. σωρός χώματος και άλλων υλικών που ανυψώνει το έδαφος ή γεμίζει κάποιο κοίλωμα
     συνώνυμα: ανάχωμα
  2. πρόχειρη / προσωρινή χωμάτινη οχύρωση (μπροστά από χαράκωμα ή αλλού)
     συνώνυμα: πρόχωμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.