ξενιτιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξενιτιά οι ξενιτιές
      γενική της ξενιτιάς των ξενιτιών
    αιτιατική την ξενιτιά τις ξενιτιές
     κλητική ξενιτιά ξενιτιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ξενιτιά < (ελληνιστική κοινή) ξενιτεία

Ουσιαστικό

ξενιτιά θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.